- δυστήνων
- δύστηνοςwretchedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαποφθείρω — ἐξαποφθείρω (Α) καταστρέφω εντελώς, φθείρω τελείως, αφανίζω («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειρεν βίον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek